πετροβόλημα

πετροβόλημα
το, Ν [πετροβολώ]
το να πετάει κανείς πέτρες, η ρίψη λίθων, λιθοβολισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετροβόλημα — το πετροβολισμός, λιθοβολισμός: Τα παιδιά σπάσανε τα τζάμια με τα πετροβολήματά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθοβολία — η (AM λιθοβολία) [λιθοβολώ] 1. η βολή λίθων 2. η θανάτωση με πετροβόλημα νεοελλ. αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι …   Dictionary of Greek

  • λιθοβολισμός — ο (Α λιθοβολισμός) η βολή λίθων νεοελλ. η θανάτωση με πετροβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε ισμός (πρβλ. πετροβολ ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • λιθοβόλημα — το (Μ λιθοβόλημα) [λιθοβολώ] εκτόξευση λίθων εναντίον κάποιου, πετροβόλημα …   Dictionary of Greek

  • πετροβολισμός — ο, ΝΜ το πετροβόλημα μσν. πολεμικό μηχάνημα για εξακόντιση πετρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετροβολώ, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λιθο βολ ισμός) …   Dictionary of Greek

  • λιθοβόλημα — το, ατος το ρίξιμο λίθων, το πετροβόλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετροβολημένος — η, ο αυτός που έχει πετροβοληθεί, αυτός που χτυπήθηκε με πετροβόλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”